- αποσκοράκιση
- η κ. -σκορακισμός, ο (Α ἀποσκορακισμός)νεοελλ.(για αρχαία κείμενα) η αποβολή, η απόρριψη των χωρίων που δεν θεωρούνται γνήσια, ο εξοβελισμόςαρχ.πλήρης αφαίρεση, αποβολή, απόρριψη.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.